- κονιᾷς
- κονιάωplaster with limepres subj act 2nd sgκονιάωplaster with limepres ind act 2nd sg (epic)κονιάζωto be sprinkled with ashesfut ind act 2nd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κονίας — κονίᾱς , κόνιος dusty fem acc pl κονίᾱς , κόνιος dusty fem gen sg (attic doric aeolic) κονίᾱς , κονία dust fem acc pl (epic ionic) κονίᾱς , κονία dust fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱς , κονιάω plaster with lime imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek
ξυλόλιθος — ο τεχνητός λίθος από μίγμα μαγνησιακής κονίας και πριονίδια ξύλου ο οποίος χρησιμοποιείται στο στρώσιμο δαπέδων … Dictionary of Greek
πρωτόστακτος — ον, ΜΑ 1. αυτός που σταλάζει πρώτος 2. φρ. «πρωτόστακτος κονία» είδος κονίας από ασβέστη και στάχτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + στακτός (< στάζω), πρβλ. μελί στακτος] … Dictionary of Greek